- ἐντιναγμός
- -οῦὁ N 2 0-0-0-0-1=1 Sir 22,13shaking; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
εντιναγμός — ἐντιναγμός, ο (Α) 1. το τίναγμα 2. ασύνετος λόγος, απερίσκεπτη πράξη … Dictionary of Greek
ἐντιναγμοί — ἐντιναγμός shaking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντιναγμῷ — ἐντιναγμός shaking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)